σπιρούνισμα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
και σπηρούνισμα, το, Ν σπιρουνίζω
1. η κέντηση, το χτύπημα του αλόγου με το σπιρούνι
2. μτφ. έντονη προτροπή, παρακίνηση.