σπιρτόζος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος
2. (για λόγο) πνευματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)].