σπορεύω

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

German (Pape)

[Seite 924] = σπείρω, säen, Sp.

Greek Monolingual

Α
σπείρω αγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. σχηματισμό < σπόρος (πρβλ. σπορευτός)].