σπουδαιότητα
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
η / σπουδαιότης, -ητος, ΝΜΑ σπουδαίος
η ιδιότητα του σπουδαίου, του σημαντικού, το να είναι κάτι σημαντικό
αρχ.
σοβαρότητα.