σπουδαιότης
From LSJ
English (LSJ)
-ητος, ἡ, earnestness, seriousness, goodness, ἤθους Pl.Def.412e, cf. D.S.1.93, LXX 3 Ma.1.9.
German (Pape)
[Seite 925] ητος, ἡ, das Wesen des σπουδαῖος, Eile, Eifer, Sorgfalt, Rechtschaffenheit, ἤθους, Plat. def. 412 e; u. Sp., wie D. Sic.; auch von Sachen, Wichtigkeit.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαιότης: ητος ἡ дельность, порядочность, честность (ἤθους Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαιότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ σπουδαίου, ζῆλος, προθυμία, χρηστότης, ἤθους Πλάτ. Ὅρ. 412Ε, Διόδ. 1. 93.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαιότης -ητος, ἡ σπουδαῖος ernst, eerlijkheid.