σταμίδα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η /σταμίς, -ίδος, ΝΑ
η σταμίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σταμίνα].