σταμνάγκαθο

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και σταμναγκάθι, το, Ν
1. ονομασία είδους του φυτού κιχώριο
2. πώμα στάμνας, κυρίως από κλαδί του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].