σταμνιά

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

η, Ν στάμνα
ποσότητα υγρού που χωράει σε μια στάμνα.