σταυρογάζι

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. τριγωνικό επίρραμα τετράγωνου ιστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + γαζί].