γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
-έομαι και σταυροκοπιέμαι Νκάνω πολλές φορές το σημείο του σταυρού, κάνω πολλές φορές τον σταυρό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -κοπούμαι (< -κόπος < κόπος < κόπτω)].