σταυρόμορφος

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek (Liddell-Scott)

σταυρόμορφος: -ον, (μορφὴ) ὁ ἔχων μορφὴν σταυροῦ, Πισίδ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει μορφή σταυρού, σταυροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -μορφος (< μορφή)].