στεγανότητα

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

η / στεγανότης, -ητος, ΝΜΑ στεγανός
η ιδιότητα του στεγανού, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές
νεοελλ.
1. τεχνολ. ιδιότητα υλικού ή τεχνουργήματος που εμποδίζει την μέσω αυτού διέλευση υγρών, αερίων, σκόνης ή υγρασίας
2. μτφ. πλήρης μόνωση, πλήρης απομόνωση
μσν.
ασφάλεια, σιγουριά («τῇ τῶν ὅπλων θαρρῶν στεγανότητι», Νικ. Χων.).