σιγουριά
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν σίγουρος
1. ασφάλεια, σταθερότητα («όταν οδηγώ το αυτοκίνητο με μικρή ταχύτητα, αισθάνομαι σιγουριά»)
2. βεβαιότητα.
η, Ν σίγουρος
1. ασφάλεια, σταθερότητα («όταν οδηγώ το αυτοκίνητο με μικρή ταχύτητα, αισθάνομαι σιγουριά»)
2. βεβαιότητα.