στειβία

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

German (Pape)

[Seite 932] ἡ, = στιβία, v. l. D. Sic. 4, 13.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στιβεία.