στενοτοπιά

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
στενότητα χώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + τόπος + -ιά].