στενοτοπιά

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

η, Ν
στενότητα χώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + τόπος + -ιά].