στενότητα
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
η / στενότης, -ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α στενός
1. η ιδιότητα του στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου»)
2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» — ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών συντελεστών
β. «στενότητα χρόνου» γ. «στενότης δαπανημάτων», Ιώσ.)
νεοελλ.
φρ. «στενότητα σχέσεων» — ισχυροί δεσμοί, μεγάλη φιλία, οικειότητα
αρχ.
1. ο οισοφάγος
2. στενό πέρασμα, στενωπός («ῥέουσα κατὰ τὰς στενότητας», Αριστοτ.).