στερεοταξία

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. η εντόπιση ενός νευρικού σχηματισμού του εγκεφάλου με τη βοήθεια σταθερών οδηγών σημείων, οστικών ή ενδοεγκεφαλικών, που γίνονται ορατά ακτινολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotaxie (< στερεός + τάξη + -ία)].