στεροπεύς

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

German (Pape)

[Seite 938] ὁ, der Blitzende, p. bei Plut. de occulte viv. 5.

Greek (Liddell-Scott)

στεροπεύς: ὁ· - ἀντὶ τοῦ πληθ. στεροπῆς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1129D, ὁ Wytt. διώρθωσεν ἠπεροπῆας.

Russian (Dvoretsky)

στεροπεύς: εως adj. m сверкающий, блистающий (poeta ap. Plut.).