στημίον
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
τό, = στημνίον (yarn), PTeb. 413.12 (ii/iii AD), POxy. 1142.7 (iii AD), 1740.5 (iii/iv AD).
Greek Monolingual
τὸ, Α
στημνίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στημνίον, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -μν-].