ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ao. itér. épq. de στρέφω.
στρέψασκον: эп. aor. iter. к στρέφω.
στρέψασκον: ἴδε στρέφω.
see στρέφω.
στρέψασκον: Επικ. παρατ. του στρέφω.