στραβάδα

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

η, Ν στραβός
1. η ιδιότητα του στραβού, του λοξού («στραβάδα του ξύλου»)
2. η ιδιότητα του τυφλού, στραβωμάρα.