στραβοκάνης
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
αυτός που έχει στραβά κανιά, στραβά σκέλη, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -κάνης (< κανιά)].