στρατόφι

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de στρατός.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτόφι: эп. gen. к στρατός.