σοβαρός, τρυφερός, Hsch.
[Seite 954] = στροβιλός, στρεβλός, Hesych.
στροβελός: «σοβαρός, τρυφερός», καὶ «σκολιός, καμπύλος» Ἡσύχ.
-όν, Α στρόβος(κατά τον Ησύχ.)1. «σοβαρός, τρυφερός»2. (το ουδ.) στροβελόν«σκολιόν, καμπύλον».