στρωματοθήκη

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

German (Pape)

[Seite 957] ἡ, der Saumsattel oder Packsattel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτοθήκη: ἡ, τὸ ἐφ’ οὗ τίθενται τὰ στρώματα, «μισάντρα», Νικήτ. Χρον. 189D.

Greek Monolingual

η, ΝΜ
θήκη ή ερμάριο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται τα στρώματα, τα στρωσίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + θήκη.