στῆ

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἔστη, 3ᵉ sg. ao.2 de ἵστημι.

Greek Monotonic

στῆ: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

στῆ: эп. (= ἔστη) 3 л. sing. aor. 2 к ἵστημι.