Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Menander, Monostichoi, 185Greek (Liddell-Scott)
στῆμεν: στήμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι.
Greek Monotonic
στῆμεν: στήμεναι, Επικ. απαρ. αορ. βʹ του ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στῆμεν, στήμεναι ep. inf. stamaor. van ἵσταμαι (ἵστημι).