συμφορηδόν

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek (Liddell-Scott)

συμφορηδόν: Ἐπίρρ., σωρηδόν, ὁμοῦ, Νικήτ. Χρον. 243Β, 403Α.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].