συνέχον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Russian (Dvoretsky)
συνέχον: τό συνέχω 7] главное, основное, суть: τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας Polyb. главный вопрос совещания; τὸ σ. τῆς σωτηρίας Polyb. радикальное средство спасения.