ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
-έω, Αεπικυρώνω κι εγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].