συντομογραφία

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(στις επικοινωνίες και, ιδιαίτερα, στον γραπτό λόγο) η διαδικασία και το αποτέλεσμα της αναπαράστασης μιας λέξης ή ομάδας λέξεων με μια συντομότερη μορφή της λέξης ή της φράσης, βραχυγραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδάμ. Κοραή].