συντροφικότητα

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

η, Ν συντροφικός
η ιδιότητα του συντροφικού, συντροφική στάση και συμπεριφορά.