οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
Ν1. ζαρώνω, μαζεύω2. μτφ. περιορίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ρικνώνομαι «γίνομαι ρικνός, ζαρώνω». Η λ., στον λόγιο τ. συρρινοῦσθαι, μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].