συψέλιον
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
English (LSJ)
v. συμψέλιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. συμψέλιον.
Russian (Dvoretsky)
συψέλιον: τό (лат. subsellium) скамья Anth.