σφήνωμα

German (Pape)

[Seite 1050] τό, das Gekeilte, Eingekeilte, Sp.

Greek Monolingual

το, Ν σφηνώνω
1. στερέωση πράγματος με σφήνα
2. παρεμβολή σφήνας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
3. ερμητικό κλείσιμο, φράξιμο, εμπλοκή.