εμπλοκή
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
η (AM ἐμπλοκή)
προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο
νεοελλ.
1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι
2. η πρώτη φάση της μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό
3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού χειρισμού
4. αιφνίδια εμφάνιση δυσκολίας σε συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις που οδηγεί σε διακοπή τους
αρχ.
1. το πλέξιμο τών μαλλιών
2. βόστρυχος, πλεξούδα
3. (για ρίζες δέντρου) μπέρδεμα.