Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
το, Ν
1. σφάγιο, σφαχτό
2. είδος φτυαριού χρησιμοποιούμενο για ανακίνηση τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαχτός, -ό + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτάρι)].