σύλα

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, s. σύλη.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. épq. de συλάω.

Greek Monotonic

σύλα: Επικ. αντί ἐσύλα, γʹ ενικ. παρατ. του συλάω.

Russian (Dvoretsky)

σύλᾱ: эп. 3 л. sing. impf. к συλάω.