σώβρακο

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61

Greek Monolingual

το, Ν
εσώβρακο, το κάτω ανδρικό εσώρουχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσώβρακο (έσω + βρακί) με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].