εσώβρακο

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

και σώβρακο, το
εσώρουχο που περιβάλλει το μέρος του σώματος από τη μέση και κάτω, εσωτερική περισκελίδα, η σκελέα τών στρατιωτών.