(I)τὸ, Μ σῴζω1. ανάρρωση, απαλλαγή από ασθένεια2. σωτηρία από αμαρτία.(II)το, Ν [[[σώνω]] (Ι)]απομεινάρι, η τελευταία ποσότητα του κρασιού από το βαρέλι.