τέθραμμαι

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

τέθραμμαι: pf. pass. к τρέφω.