τέλλη

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek (Liddell-Scott)

τέλλη: ἡ, = τῷ ἑπομ., ἀμφίβ. παρὰ Ξενοκρ. 30.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. τελλίνη.

German (Pape)

ἡ, = τελλίνη, Xenocrat.