τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others
pf. Act. de τέμνω.
τέτμηκα: τέτμημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του τέμνω· Επικ. μτχ. τετμηώς.
τέτμηκα: pf. к τέμνω.