τέτμηκα

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de τέμνω.

Greek Monotonic

τέτμηκα: τέτμημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του τέμνω· Επικ. μτχ. τετμηώς.

Russian (Dvoretsky)

τέτμηκα: pf. к τέμνω.