τέτμηκα

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de τέμνω.

Greek Monotonic

τέτμηκα: τέτμημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του τέμνω· Επικ. μτχ. τετμηώς.

Russian (Dvoretsky)

τέτμηκα: pf. к τέμνω.