τανάπαλιν

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source

Greek Monolingual

Ν
(λόγιος τ.) επίρρ. αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «τὸ ἀνάπαλιν» με κράση].