ἀνάπαλιν
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A Adv. back again, ἰέναι Pl.Plt.269d, cf. Phdr.264†, al.; ἐπὶ τὸ πέρας ἢ ἀνάπαλιν Arist.EN1095b1; ἀνάπαλιν στραφῆναι Id.Cael.285a8, etc.
II over again, = ἔμπαλιν, Pl.Tht.192d.
III contrariwise, on the opposite side, Hp.Coac.321; ἀνάπαλιν πορεύεσθαι proceed in reverse, i.e. wrong order, Pl.Ti.82c; ἀνάπαλιν τιθέναι Arist.APr.37b11, etc.; ἀνάπαλιν ἐστιν ἡμῖν ἢ τοῖς ἄλλοις in the opposite way to... Thphr.HP8.3.5; τοῖς πολλοῖς . . καὶ τοῖς ἀνάπαλιν (i.e. τοῖς ὀλίγοις) Telesp.15.9 H.
IV in proportion, inversely; ὁ ἀνάπαλιν λόγος = the inverse ratio Euc.5Def.13.; ἀνάπαλιν ἔχειν Arist.Cael.273b32.
2 conversely, An.Ox.4.325.
Spanish (DGE)
(ἀνάπᾰλιν) • Alolema(s): tb. ἀνάπαλι POxy.2687.2.4
I 1hacia atrás, en sentido inverso ἀνάπαλιν ἰέναι Pl.Plt.269d, ἐξ ὑπτίας ἀνάπαλιν διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον Pl.Phdr.264a, (ὁδός) ἀπὸ τῶν ἀθλοθετῶν ἐπὶ τὸ πέρας ἢ ἀνάπαλιν Arist.EN 1095b1, ἐὰν ... ἀνάπαλιν στραφῇ Arist.Cael.285a8, ἀνὰ μίαν ὁδὸν ἀνάπ[α] λιν ἐτρόχασεν E.Fr.64.2 Bond
•en sentido contrario u opuesto de una hemorragia interna τὸ ἀνάπαλιν αἱμορραγέειν Hp.Coac.321, ἀνάπαλιν δὲ συγκριθὲν καὶ κατασβεσθὲν εἰς ἰδέαν τε ἀπιὸν αὖθις ἀέρος πῦρ Pl.Ti.49c, ὅταν ἀνάπαλιν ... πορεύηται Pl.Ti.82c, ἀνάπαλιν μεταβάλλουσιν Arist.Pol.1316a23, ἀπὸ τοῦ τελευταίου ἄρχεσθαι καὶ ἀνάπαλιν φέρειν X.Cyr.2.2.2, fig. τοῖς πολλοῖς ... καὶ τοῖς ἀνάπαλιν al pueblo y a sus contrarios (los aristócratas), Teles p.15.9, ἀνάπαλι τῶν περιεχουσῶν ξυλλαβῶν τεθεισῶν ... ἢ ὡς ... siendo colocadas las sílabas exteriores en sentido contrario a como ..., POxy.2687.2.4 (III d.C.)
•c. dat. ἀνάπαλιν τοῖς ἄλλοις Thphr.HP 8.3.5.
2 en lóg. ref. a la conversión de las proposiciones y a la permuta de las premisas ὁμοίως δὲ δειχθήσεται καὶ εἰ ἀνάπαλιν ἔχοιεν αἱ προτάσεις del mismo modo se probará si las premisas estuviesen permutadas Arist.APr.60a31, οὕτω γὰρ ἀνάπαλιν ἡ πρότασις de este modo la premisa es permutada Arist.APr.58a26, πρότερον δ' ἀνάπαλιν ἔλαβε τὸ Β τῷ Γ ὑπάρχον y finalmente aceptó que por conversión B pertenece a C Arist.APr.57b24, de la prueba en círculo ἐστι τὸ διὰ τοῦ συμπεράσματος καὶ τοῦ ἀνάπαλιν τῇ κατηγορίᾳ τὴν ἑτέραν λαβόντα πρότασιν συμπεράνασθαι τὴν λοιπήν consiste en que a través de la conclusión y de la conversión de una de las premisas sea deducida la otra Arist.APr.57b19, cf. 37b11, 38b5, 58a35, APo.80a37, 78b7.
3 en mat. ὁ ἀνάπαλιν λόγος la razón inversa Euc.5 Def.13, ἀνάπαλιν ἔχειν estar en razón inversa Arist.Cael.273b32.
II de nuevo ἀνάπαλιν ἄκουε Pl.Tht.192d, λέγειν ... ἀνάπαλιν Pl.R.451c
•de la orina a destiempo Hp.Coac.569.
III cabeza abajo de un halcón ἀνάπαλιν πέτεσθαι Ael.NA 10.14.
German (Pape)
[Seite 200] im Gegentheil, umgekehrt, zurück; – zum zweiten Male, Plat. Theaet. 192 d u. sonst; – ἀνάπαλιν ἔχειν τινί, Einem entgegen sein, Sp., ἀνάπαλίν ἐστιν ἡμῖν ἢ τοῖς ἄλλοις, bei uns findet das Gegentheil Statt.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à rebours;
2 en sens contraire.
Étymologie: ἀνά, πάλιν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπᾰλιν: adv.
1 обратно, в обратном порядке или направлении (ἰέναι Plat.; στραφῆναι Arst.): τὴν ἀναλογίαν ἀνάπαλιν ἔχειν Arst. быть обратно пропорциональным;
2 опять, сызнова (λέγειν τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπᾰλιν: ἐπίρρ., πάλιν ὀπίσω, ἰέναι Πλάτ. Πολιτικ. 269D, πρβλ. Φαῖδρ. 264A, καὶ ἀλλ.· ἐπὶ τὸ πέρας ἢ ἀνάπαλιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 4, 5· ἀν. στραφῆναι ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 2. 7, κτλ. ΙΙ. ἐκ νέου πάλιν, ἔμπαλιν Πλάτ. Θεαίτ. 192D· ἀνάπαλιν αὖ ὁ αὐτ. Πολ. 451B. ΙΙΙ. κατ’ ἐναντίον τρόπον, τοὐναντίον, κατ’ ἐναντίαν τάξιν, Ἱππ. Κωακ. 170, Πλάτ. Τίμ. 82C, καὶ ἀλλ.· - ἀνάπαλιν ἔχειν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 9, καὶ ἀλλ., ἀν. τιθέναι ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 17, 12, κτλ., τάχα δὲ τοῦτό γε ἡμῖν τοῖς ἄλλοις ἀνάπαλιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 3, 5.
Greek Monolingual
(Α ἀνάπαλιν) (Ν και τανάπαλιν)
πίσω ξανά, πάλι πίσω, αντίθετα, αντίστροφα
αρχ.
1. πάλι, ξανά, εκ νέου
2. με αντίθετο τρόπο, αντίθετα
3. αντίστροφα, ανάποδα
4. φρ. «ὁ ἀνάπαλιν λόγος», ο αντίστροφος λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πάλιν.
Greek Monotonic
ἀνάπᾰλιν: επίρρ.,
I. ξανά πίσω, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. από την αρχή, στον ίδ.
III. αντίθετα, τουναντίον, στον ίδ.
Middle Liddell
I. back again, Plat., etc.
II. over again, Plat.
III. contrariwise, reversely, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
inversely
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: inversement; German: umgekehrt; Greek: αντίθετα, ανάποδα, αντίστροφα; Ancient Greek: ἀλλάξ, ἀνάπαλι, ἀνάπαλιν, ἀναστρόφως, ἀναστροφίως, ἀνεστραμμένως, ἀντεστραμμένως, ἀντιπεπονθότως, ἀντιστρόφως, ἔμπαλιν, ἐνηλλαγμένως; Spanish: inversamente