τανάπαλιν

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

Ν
(λόγιος τ.) επίρρ. αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «τὸ ἀνάπαλιν» με κράση].