ταπή
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ἡ, = ταφή, mummification, Sammelb.6029.11 (i B.C.); mummy, ib.761 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. ταφή.